ανδρόγυνος

ανδρόγυνος
, -η, -ο (AM ἀνδρόγυνος -ον)
κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά»)
νεοελλ.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος
ανδρόγυνης
αρχ.
(σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -γυνος (< γυνή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανδρόγυνος, -ο — και ανδρόγυνο, το και ανδρογύνης, ο 1. ο αρσενικοθήλυκος. 2. «ανδρόγυνα φυτά», αυτά που έχουν αρσενικά και θηλυκά άνθη στην ίδια ταξιανθία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδρόγυνος — man woman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογύνοις — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογύνοισιν — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογύνου — ἀνδρόγυνος man woman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογύνους — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογύνων — ἀνδρόγυνος man woman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογύνως — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογύνῳ — ἀνδρόγυνος man woman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρόγυνε — ἀνδρόγυνος man woman masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”